- καλλίχοιρος
- καλλί-χοιρος [pron. full] [ῐ], ον,A with fine pigs,
ὗς Arist.HA573b12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὗς Arist.HA573b12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίχοιρος — καλλίχοιρος, ον (Α) (για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
καλλίχοιροι — καλλίχοιρος with fine pigs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek